- απλυσιά
- ητο να είναι κανείς άπλυτος, ρυπαρότητα: Τον έφαγε η απλυσιά το δυστυχισμένο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απλυσιά — (aplysia). Γένος μαλακίων της οικογένειας των απλυσιιδών. Ζουν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου και βρίσκονται σε αμμώδεις ή λασπώδεις περιοχές σε βάθος έως 20 μ. Έχουν μορφή κοχλία και φτάνουν σε μήκος τα 30 εκ. και σε πλάτος τα 10 εκ. Το σώμα… … Dictionary of Greek
ἀπλυσίας — ἀπλυσίᾱς , ἀπλυσία filthiness fem acc pl ἀπλυσίᾱς , ἀπλυσία filthiness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλυσίαι — ἀπλυσία filthiness fem nom/voc pl ἀπλυσίᾱͅ , ἀπλυσία filthiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλυσίην — ἀπλυσία filthiness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλουσιά — (I) και αλουσά, η (AM ἀλουσία και Α ἀλουτία) το να μην λούζεται ή να μην πλένεται κανείς, η απλυσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. αλουσιά (από όπου το αλουσά) < αρχ. ἀλουσία < ἄλουτος (πρβλ. και ἀθανασία < ἀθάνατος, ἀπλυσία < ἄπλυτος κ.λπ.)].… … Dictionary of Greek
ανηλειψία — ἀνηλειψία, η (Α) [αλείφω] απλυσιά, ακαθαρσία … Dictionary of Greek
ανιψία — κ. ανιψιά απλυσιά, βρομιά … Dictionary of Greek
βαρβατίλα — η [βαρβάτος] 1. ο γενετήσιος οργασμός, κυρίως του τράγου, των αρσενικών ζώων και των αντρών 2. η κακοσμία κατά την περίοδο του οργασμού 3. (για άντρες) κακοσμία από την απλυσιά … Dictionary of Greek
γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek